Δείτε επίσης: σκανδαλίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκανταλίζω < σκάνταλο + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σκανταλίζω (παθητική φωνή: σκανταλίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία