σκαμπιλίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ska.biˈli.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐μπι‐λί‐ζο}‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σκαμπιλίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σκαμπιλίζω
Πηγές επεξεργασία
- σκαμπιλίζω, -ομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας