↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκίρο τα σκίρα
      γενική του σκίρου των σκίρων
    αιτιατική το σκίρο τα σκίρα
     κλητική σκίρο σκίρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκίρο < αρχαία ελληνική σκῦρος, με επίδραση του σκῖρος (σκληρή γη)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκίρο ουδέτερο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • σκίρον (αρχαία ελληνική & καθαρεύουσα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.