Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκέτος η σκέτη το σκέτο
      γενική του σκέτου της σκέτης του σκέτου
    αιτιατική τον σκέτο τη σκέτη το σκέτο
     κλητική σκέτε σκέτη σκέτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκέτοι οι σκέτες τα σκέτα
      γενική των σκέτων των σκέτων των σκέτων
    αιτιατική τους σκέτους τις σκέτες τα σκέτα
     κλητική σκέτοι σκέτες σκέτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκέτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική schietto + < γερμανική sliht < πρωτογερμανική *slihtaz < *slīkaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleyg- / *sleyǵ- ‎(εξομαλύνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsce.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκέ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

σκέτος, -η, -ο

  1. που δεν περιέχει ξένες προσμείξεις ή ουσίες, καθαρός
    Βάλτε μου ένα σκέτο ουίσκι, παρακαλώ.
     συνώνυμα: αμιγής
  2. (για καφέ) χωρίς ζάχαρη
  3. που δεν τον συνοδεύει οτιδήποτε, χωρίς συμπαρομαρτούντα
  4. (μεταφορικά) μεγάλος
    ※  «Αυτό που περνάει η χώρα μου αυτή τη στιγμή είναι σκέτη τρέλα. Μπορούμε να το διορθώσουμε. Μπορούμε να σταματήσουμε την τρέλα. (enet.gr)

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία