σκέπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκέπω < (ελληνιστική κοινή) σκέπω
Ρήμα επεξεργασία
σκέπω
- (λόγιο) σκεπάζω
- Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό. (Νίκος Καββαδίας (1910-1975), Φάτα Μοργκάνα)
- (λόγιο) (μεταφορικά) φυλάττω, προστατεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκέπω
|