Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκέπασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σκέπασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σκεπάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σκεπάζω