σκάντζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκάντζα | οι | σκάντζες |
γενική | της | σκάντζας | — | |
αιτιατική | τη | σκάντζα | τις | σκάντζες |
κλητική | σκάντζα | σκάντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική scangia [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκάντζα θηλυκό
- η αλλαγή, η αντικατάσταση
Εκφράσεις επεξεργασία
- σκάντζα βάρδια: αλλαγή βάρδιας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκάντζα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκάντζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας