Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάλος < από το ρήμα σκαλίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάλος αρσενικό

Πήγαμε για σκάλο στο χωράφι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία