Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Φόρεμα από ύφασμα σιφόν

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

σιφόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική chiffon (κομμάτι παλιού υφάσματος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈfon/ (η γαλλική προφορά ΔΦΑ : /ʃi.fɔ̃/)
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐φόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιφόν ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

σιφόν < (αντιδάνειο) γαλλική siphon → και δείτε τη λέξη σιφόνι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈfon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐φόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιφόν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία