σιφόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- σιφόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική chiffon (κομμάτι παλιού υφάσματος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈfon/ (η γαλλική προφορά ΔΦΑ : /ʃi.fɔ̃/)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐φόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιφόν ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σιφόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- σιφόν < (αντιδάνειο) γαλλική siphon → και δείτε τη λέξη σιφόνι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈfon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐φόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιφόν ουδέτερο άκλιτο
- (οικοδομική, υδραυλικά) άκλιτη μορφή του σιφόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιφόν
|