Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιμωνία οι σιμωνίες
      γενική της σιμωνίας των σιμωνιών
    αιτιατική τη σιμωνία τις σιμωνίες
     κλητική σιμωνία σιμωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιμωνία < από το Σίμωνα το μάγο που ζήτησε να εξαγοράσει από τους αποστόλους με χρήματα τη χάρη της επίκλησης του Αγίου Πνεύματος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιμωνία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • σιμωνιακός επίθ. ο αναφερόμενος στη σιμωνία, ο ένοχος σιμωνίας, ο μιανθείς δια σιμωνίας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία