Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιμά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμά < αρχαία ελληνική σιμ(ός) (με ανασηκωμένη τη μύτη) +

  Επίρρημα επεξεργασία

σιμά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σιμά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα