Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σικλαμέν (αντιδάνειο) < (λόγιο δάνειο) γαλλική cyclamen < λατινική cyclaminon < αρχαία ελληνική κυκλάμινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.klaˈmen/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐κλα‐μέν

  Επίθετο επεξεργασία

σικλαμέν άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σικλαμέν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία