σιδηρονικέλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηρονικέλιο ουδέτερο
- κράμα σιδήρου-νικελίου, το οποίο παρουσιάζει βελτιωμένη ολκιμότητα, σκληρότητα και αντοχή στη διάβρωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηρονικέλιο
|