σιδηροκατασκευή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηροκατασκευή θηλυκό
- κτήριο του οποίου η δομή είναι μεταλλική
- γενικό όνομα για δομικά στοιχεία από μέταλλο, συνήθως ατσάλι (κολόνες, δοκάρια, κ.α.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηροκατασκευή
|