σιγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιγμός | οι | σιγμοί |
γενική | του | σιγμού | των | σιγμών |
αιτιατική | τον | σιγμό | τους | σιγμούς |
κλητική | σιγμέ | σιγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιγμός αρσενικό
- συριγμός, τραχύς συνεχής ήχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιγμός
|