Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σηκώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σηκώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σηκώνω
  3. θα σηκώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σηκώνω