Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηκώνω το χέρι, < → δείτε τις λέξεις σηκώνω και χέρι.

  Έκφραση επεξεργασία

σηκώνω το χέρι

  1. ζητώ το λόγο για να μιλήσω
  2. ψηφίζω, συμμετέχω σε ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
  3. χειροδικώ, ή απειλώ να χτυπήσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία