Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηκώνω κεφάλι, < → δείτε τις λέξεις σηκώνω και κεφάλι.

  Έκφραση επεξεργασία

σηκώνω κεφάλι

  • αυθαδιάζω, επαναστατώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία