σηκώνω άγκυρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
σηκώνω άγκυρα
- (ναυτικός όρος): ανελκύω την άγκυρα
- (συνεκδοχικά): μεθορμώ, ή κατά το συνηθέστερο αποπλέω
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηκώνω άγκυρα
|