σηκωμάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σηκωμάρα | οι | σηκωμάρες |
γενική | της | σηκωμάρας | — | |
αιτιατική | τη | σηκωμάρα | τις | σηκωμάρες |
κλητική | σηκωμάρα | σηκωμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σηκωμάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σηκωμάρα θηλυκό
- (χυδαίο) η στύση, η σεξουαλική διέγερση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηκωμάρα
→ δείτε τη λέξη καύλα |