Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεστέτο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεστέτο ουδέτερο

  1. μουσική σύνθεση για έξι φωνές ή έξι όργανα
  2. μουσικό σύνολο από έξι όργανα

  Μεταφράσεις επεξεργασία