σερπετζές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σερπετζές < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /seɾ.peˈd͡zes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐πε‐τζές
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερπετζές αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερπετζές
→ δείτε τη λέξη κάμαρα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλαστός, Πέτρος (1931) Συνώνυμα και συγγενικά: τέχνες και σύνεργα. Εστία, 1931.