Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελινόριζα οι σελινόριζες
      γενική της σελινόριζας των σελινόριζων
    αιτιατική τη σελινόριζα τις σελινόριζες
     κλητική σελινόριζα σελινόριζες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελινόριζα < σέλιν(ο) + -ό- + ρίζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σελινόριζα θηλυκό

  • (φυτό) η σελινόριζα είναι η δεύτερη σπουδαία ποικιλία σέλινου που καλλιεργείται ειδικά για την ρίζα της, που τρώγεται ως λαχανικό ωμή, ή μαγειρεμένη, ή ψημένη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία