σελινόριζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σελινόριζα θηλυκό
- (φυτό) η σελινόριζα είναι η δεύτερη σπουδαία ποικιλία σέλινου που καλλιεργείται ειδικά για την ρίζα της, που τρώγεται ως λαχανικό ωμή, ή μαγειρεμένη, ή ψημένη.
Μεταφράσεις επεξεργασία
σελινόριζα
|