σελάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σελάδικο | τα | σελάδικα |
γενική | του | σελάδικου | των | σελάδικων |
αιτιατική | το | σελάδικο | τα | σελάδικα |
κλητική | σελάδικο | σελάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σελάδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σελάδικο
|