σβουρίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σβουρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σβουρίζω. Μορφολογικά, σβούρ(α) + -ίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zvuˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβου‐ρί‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
σβουρίζω, αόρ.: σβούριξα/σβούρισα, μτχ.π.π.: σβουρισμένος (χωρίς παθητική φωνή) [1]
- φέρνω γύρω ως σβούρα
- (μεταφορικά) φέρνω γύρω σαν σβούρα, κινούμαι ασταμάτητα
- (προφορικό) δίνω σφαλιάρα
- (για πράγματα) παράγω τον ήχο της σβούρας [2]
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σβούρα
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σβουρίζω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .