σβησιματιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβησιματιά | οι | σβησιματιές |
γενική | της | σβησιματιάς | των | σβησιματιών |
αιτιατική | τη | σβησιματιά | τις | σβησιματιές |
κλητική | σβησιματιά | σβησιματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σβησιματιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σβησιματιά
|