Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβήνομαι < σβήνω

  Ρήμα επεξεργασία

σβήνομαι

  1. με σβήνουν
  2. (μεταφορικά) χάνομαι, εξαφανίζομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία