Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαχλόμαγκας οι σαχλόμαγκες
      γενική του σαχλόμαγκα των σαχλόμαγκων
    αιτιατική τον σαχλόμαγκα τους σαχλόμαγκες
     κλητική σαχλόμαγκα σαχλόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχλόμαγκας < σαχλ(ός) + -ό- + μάγκας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαχλόμαγκας αρσενικό

  • (μειωτικό) άτομο που εμφανίζεται σαν μάγκας αλλά δεν είναι σοβαρό

  Μεταφράσεις επεξεργασία