σαχλιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαχλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saˈxʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐χλι‐ά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
σαχλιάζω, αόρ.: σάχλιασα
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαχλιάζω | σάχλιαζα | θα σαχλιάζω | να σαχλιάζω | σαχλιάζοντας | |
β' ενικ. | σαχλιάζεις | σάχλιαζες | θα σαχλιάζεις | να σαχλιάζεις | σάχλιαζε | |
γ' ενικ. | σαχλιάζει | σάχλιαζε | θα σαχλιάζει | να σαχλιάζει | ||
α' πληθ. | σαχλιάζουμε | σαχλιάζαμε | θα σαχλιάζουμε | να σαχλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σαχλιάζετε | σαχλιάζατε | θα σαχλιάζετε | να σαχλιάζετε | σαχλιάζετε | |
γ' πληθ. | σαχλιάζουν(ε) | σάχλιαζαν σαχλιάζαν(ε) |
θα σαχλιάζουν(ε) | να σαχλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σάχλιασα | θα σαχλιάσω | να σαχλιάσω | σαχλιάσει | ||
β' ενικ. | σάχλιασες | θα σαχλιάσεις | να σαχλιάσεις | σάχλιασε | ||
γ' ενικ. | σάχλιασε | θα σαχλιάσει | να σαχλιάσει | |||
α' πληθ. | σαχλιάσαμε | θα σαχλιάσουμε | να σαχλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σαχλιάσατε | θα σαχλιάσετε | να σαχλιάσετε | σαχλιάστε | ||
γ' πληθ. | σάχλιασαν σαχλιάσαν(ε) |
θα σαχλιάσουν(ε) | να σαχλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαχλιάσει | είχα σαχλιάσει | θα έχω σαχλιάσει | να έχω σαχλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαχλιάσει | είχες σαχλιάσει | θα έχεις σαχλιάσει | να έχεις σαχλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαχλιάσει | είχε σαχλιάσει | θα έχει σαχλιάσει | να έχει σαχλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαχλιάσει | είχαμε σαχλιάσει | θα έχουμε σαχλιάσει | να έχουμε σαχλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαχλιάσει | είχατε σαχλιάσει | θα έχετε σαχλιάσει | να έχετε σαχλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαχλιάσει | είχαν σαχλιάσει | θα έχουν σαχλιάσει | να έχουν σαχλιάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαχλιάζω
|
Πηγές επεξεργασία
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.