Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχλιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈxʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐χλι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σαχλιάζω, αόρ.: σάχλιασα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.