Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σατυρίασῐς αἱ σατυριάσεις
      γενική τῆς σατυριάσεως τῶν σατυριάσεων
      δοτική τῇ σατυριάσει ταῖς σατυριάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σατυρίασῐν τὰς σατυριάσεις
     κλητική ! σατυρίασῐ σατυριάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σατυριάσει
γεν-δοτ τοῖν  σατυριασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατυρίασις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σατυρίασις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία