σαρκοφάγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saɾ.koˈfa.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαρ‐κο‐φά‐γα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σαρκοφάγα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σαρκοφάγος
- λόγια μορφή: σαρκοφάγος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρκοφάγος
- ζώα που ανήκουν στην τάξη των Σαρκοφάγων