Δείτε επίσης: Σαρκοφάγα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saɾ.koˈfa.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαρ‐κο‐φά‐γα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σαρκοφάγα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σαρκοφάγος
    λόγια μορφή: σαρκοφάγος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρκοφάγος