σαρκαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαρκαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sarcastique · σαρκασμός + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
σαρκαστικός -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρκαστικός