Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαρδανάπαλος οι σαρδανάπαλοι
      γενική του σαρδανάπαλου των σαρδανάπαλων
    αιτιατική τον σαρδανάπαλο τους σαρδανάπαλους
     κλητική σαρδανάπαλε σαρδανάπαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρδανάπαλος < από το εξελληνισμένο όνομα του βασιλιά της Ασσυρίας Σαρδανάπαλου (Ασσουρμπανιπάλ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρδανάπαλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία