Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρακιάζω < σαράκ(ι) + -ιάζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ɾaˈca.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ρα‐κιά‐ζω

σαρακιάζω, πρτ.: σαράκιαζα, αόρ.: σαράκιασα, μτχ.π.π.: σαρακιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • (για ξύλο) που έχει διαλυθεί από σαράκι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία