Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σαπουνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σαπουνίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαπουνίζω
  3. θα σαπουνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαπουνίζω