Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σανό τα σανά
      γενική του σανού των σανών
    αιτιατική το σανό τα σανά
     κλητική σανό σανά
Δείτε και το αρσενικό «ο σανός».
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σανό < σανός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σανό ουδέτερο