σαμπρέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαμπρέλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική chambre à air με τροπή του δεύτερου [r] σε [l] [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /samˈbɾe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐μπρέ‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμπρέλα θηλυκό
- κυκλικός σωλήνας από καουτσούκ που τοποθετείται στο εσωτερικό ενός ελαστικού αυτοκινήτου ή άλλου πράγματος και φουσκώνεται με αέρα
- ↪ Σαμπρέλα έχουν τα ελαστικά του αυτοκινήτου, αλλά έχει και η μπάλα στο εσωτερικό της.
- ≈ συνώνυμα: αεροθάλαμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαμπρέλα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σαμπρέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας