σαλοτραπεζαρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλοτραπεζαρία, σύνθετη λέξη < σαλόνι + τραπεζαρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλοτραπεζαρία θηλυκό
- μεγάλο δωμάτιο ενός διαμερίσματος με μεγάλο τραπέζι, που χρησιμεύει και για την καθημερινή ζωή και για την υποδοχή καλεσμένων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλοτραπεζαρία
|