σαλιαρίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σαλιαρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαλιαρίζω
- θα σαλιαρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαλιαρίζω
σαλιαρίσουμε