σακχαρομηκητίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σακχαρομηκητίαση | οι | σακχαρομηκητιάσεις |
γενική | της | σακχαρομηκητίασης* | των | σακχαρομηκητιάσεων |
αιτιατική | τη | σακχαρομηκητίαση | τις | σακχαρομηκητιάσεις |
κλητική | σακχαρομηκητίαση | σακχαρομηκητιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σακχαρομηκητιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σακχαρομηκητίαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακχαρομηκητίαση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σακχαρομηκητίαση
|