↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακχαρομετρία οι σακχαρομετρίες
      γενική της σακχαρομετρίας των σακχαρομετριών
    αιτιατική τη σακχαρομετρία τις σακχαρομετρίες
     κλητική σακχαρομετρία σακχαρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακχαρομετρία < σάκχαρ(ο) + -ο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακχαρομετρία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία