Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σακατιλίκι τα σακατιλίκια
      γενική
    αιτιατική το σακατιλίκι τα σακατιλίκια
     κλητική σακατιλίκι σακατιλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακατιλίκι < σακάτης + -ιλίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακατιλίκι ουδέτερο

  1. η σωματική αναπηρία
  2. το ψυχολογικό αποτέλεσμα ενός πάθους, μιας εξάρτησης ή άλλης αδυναμίας
    Σας αρέσει ο ίλιγγος της ταχύτητας; Εγώ τρελαίνουμαι. Παρ΄ όλα τα κάζα που έχω πάθει. Είναι ψυχικό σακατιλίκι από κούνια; Είναι τοξίνωση επιγενόμενη; Δεν ξέρω. Μα σαν η ψυχή μου βρίσκεται σε ταραχές, θέλω να τρέχω. (Μ.Καραγάτσης, "Το εγγλέζικο μαχαίρι")

  Μεταφράσεις επεξεργασία