σαγματοπώλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαγματοπώλης < σάγματ(ος) + -ο- + -πώλης
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαγματοπώλης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαγματοπώλης
→ δείτε τη λέξη σαμαράς |
σαγματοπώλης αρσενικό
→ δείτε τη λέξη σαμαράς |