Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαγηνεύτρα οι σαγηνεύτρες
      γενική της σαγηνεύτρας των (σαγηνευτρών)
    αιτιατική τη σαγηνεύτρα τις σαγηνεύτρες
     κλητική σαγηνεύτρα σαγηνεύτρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαγηνεύτρα < σαγηνευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαγηνεύτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη σαγηνευτής

  Μεταφράσεις επεξεργασία