σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
- αναφέρεται σε τυφλή, πειθήνια υποταγή κυρίως σε αυθαιρεσίες.
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
|