σέπαλον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σέπαλον | τὰ | σέπαλα | ||||
γενική | τοῦ | σεπάλου | τῶν | σεπάλων | ||||
δοτική | τῷ | σεπάλῳ | τοῖς | σεπάλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σέπαλον | τὰ | σέπαλα | ||||
κλητική ὦ! | σέπαλον | σέπαλα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέπαλον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sépale + -ον → και δείτε τη λέξη σέπαλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέπαλον ουδέτερο (καθαρεύουσα)
Πηγές επεξεργασία
- σέπαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «σέπαλον», «πέταλον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- σέπαλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.