σέβας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέβας | τα | σέβη |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σέβας | τα | σέβη |
κλητική | σέβας | σέβη | ||
Δείτε και τον πληθυντικό σεβάσματα. | ||||
όπως «ελλειπτικά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέβας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σέβας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tyegʷ- (αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, αφήνω μόνο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέβας ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- ο σεβασμός (ιδιαίτερα απέναντι σε ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία ή με ανώτερη θέση)
- (στον πληθυντικό) τα σέβη μου!: τιμητικός χαιρετισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σέβας
→ δείτε τη λέξη σεβασμός |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σέβω
Πηγές επεξεργασία
- σελ.427, Τόμος 19 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέβας ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό) (απαντά μόνο σε ονομ., αιτ. και κλητ. ενικού)
- φόβος μαζί με σεβασμό, συναίσθημα φόβου, συστολή
- δέος, θαυμασμός
- τιμή, που αποδίδεται σε κάποιον
- αντικείμενο θαυμασμού, σεβασμού
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 545 (545-548)
- πρὸς τάδε τις τοκέων σέβας εὖ προτίων | καὶ ξενοτίμους | ἐπιστροφὰς δωμάτων | αἰδόμενός τις ἔστω.
- κι έτσι λοιπόν απ᾽ όλα πριν | σέβας γονιού ας κρατάει κανείς | και μες στα στήθια του ας τιμά | τους νόμους της ξενίας πιστά.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πρὸς τάδε τις τοκέων σέβας εὖ προτίων | καὶ ξενοτίμους | ἐπιστροφὰς δωμάτων | αἰδόμενός τις ἔστω.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 545 (545-548)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σέβω
Εκφράσεις επεξεργασία
- σέβας ἐμπόρων: λόφος που είχε ανεγερθεί προς τιμήν νεκρού και χρησίμευε ως σημείο ένδειξης της οδού ή της χώρας
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἄλκηστις, 995-999
- μηδὲ νεκρῶν ὡς φθιμένων χῶμα νομιζέσθω | τύμβος σᾶς ἀλόχου, θεοῖσι δ᾽ ὁμοίως | τιμάσθω, σέβας ἐμπόρων.
- Όχι, για τάφος νεκρού να μη λογιέται | ποτέ της δικής σου γυναίκας το μνήμα· όπως θεούς | προσκυνούν, οι διαβάτες κι εκείνο να το τιμούν·
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr
- μηδὲ νεκρῶν ὡς φθιμένων χῶμα νομιζέσθω | τύμβος σᾶς ἀλόχου, θεοῖσι δ᾽ ὁμοίως | τιμάσθω, σέβας ἐμπόρων.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἄλκηστις, 995-999
Πηγές επεξεργασία
- σέβας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σέβας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.