Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάρκα οι σάρκες
      γενική της σάρκας των σαρκών
    αιτιατική τη σάρκα τις σάρκες
     κλητική σάρκα σάρκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάρκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σάρκα < αρχαία ελληνική σάρξ από την αιτιατική «τὴν σάρκα»[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsaɾ.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάρ‐κα
παρώνυμο: τσάρκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάρκα θηλυκό

  1. το μέρος του ανθρώπινου ή ζωϊκού σώματος που αποτελείται από μαλακούς ιστούς, σε αντίθεση με τα οστά
  2. (μεταφορικά) η υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντίθεση με το πνεύμα
  3. το μαλακό και βρώσιμο μέρος των φρούτων, σε αντίθεση με το κουκούτσι

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σάρκα θηλυκό