ρυπαρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυπαρότητα < ελληνιστική κοινή ῥυπαρότητα, αιτιατική ενικού του ῥυπαρότης < αρχαία ελληνική ῥυπαρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυπαρότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρύπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυπαρότητα
|