Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυμούλκα < ρυμουλκώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυμούλκα θηλυκό, πληθυντικός ρυμούλκες

  1. (λαϊκότροπο) η ρυμούλκηση
    τον πήγε ρυμούλκα (= ρυμουλκώντας)
  2. το ρυμουλκούμενο μέσο, αυτό που ρυμουλκείται

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία